ἱεροφαντηθέντας

ἱεροφαντηθέντας
ἱεροφαντέω
to be a
aor part pass masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιεροφαντώ — ἱεροφαντῶ, έω (Α) [ιεροφάντης] 1. είμαι ιεροφάντης 2. εισάγω κάποιον στα μυστήρια, μυώ 3. (μτβ.) εξηγώ ως ιεροφάντης, διδάσκω ως ιεροφάντης 4. παθ. ἱεροφαντοῡμαι, έομαι α) εμπνέομαι («τοὺς ἱεροφαντηθέντας λογισμοὺς θεοῡ», Φίλ. β) εισάγομαι στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”